Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το κρυολόγημα

  • 1 κρυολόγημα

    [криологима] ουσ. о. простуда.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κρυολόγημα

  • 2 простуда

    простуда ж το κρυολόγημα
    * * *
    ж
    το κρυολόγημα

    Русско-греческий словарь > простуда

  • 3 простуда

    просту́д||а
    ж τό κρυολογημα:
    схватить \простудау разя. κρυολογώ, ἀρπάζω κρυολόγημα.

    Русско-новогреческий словарь > простуда

  • 4 простуда

    θ.
    κρυολόγημα•

    болезнь вызвана -ой άρρωστεια που προήρθε από κρυολόγημα.

    Большой русско-греческий словарь > простуда

  • 5 простудный

    επ.
    του κρυολογήματος•

    болезнь -ого характера ασθένεια από κρυολόγημα•

    -ое заболевание το κρυολόγημα.

    Большой русско-греческий словарь > простудный

  • 6 уберечь

    -регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ. уберг
    -регла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убереженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    φυλάγω, προφυλάγω, προστατεύω•

    уберечь ребнка от простуда φυλάγω το παιδάκι από κρυολόγημα•

    уберечь вещи от воров φυλάγω τα πράγματα από τους κλέφτες.

    φυλάγομαι, προφυλάγομαι•

    уберечь от простуды προφυλάγομαι από κρυολόγημα.

    Большой русско-греческий словарь > уберечь

  • 7 заболевание

    η νόσος, το νόσημα, η αρρώστια, η ασθένεια, грибковое - η μυκητίαση
    декомпрессионное тех. - αποσυμπίεσης
    инфекционное мед. - λοιμώδης -, μεταδοτική -
    профессиональное мед. - επαγγελματική -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заболевание

  • 8 простуда

    мед. το κρύωμα, το κρυολόγημα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > простуда

  • 9 простывать

    κρυώνω, ψύχομαι, мед. έχω κρυολόγημα/κρυώσει.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > простывать

  • 10 простудный

    простуд||ный
    прил τοῦ κρυολογήματος:
    \простудныйное заболевание τό κρυολόγημα.

    Русско-новогреческий словарь > простудный

  • 11 простуда

    [πραστούντα] ουσ. θ. κρυολόγημα

    Русско-греческий новый словарь > простуда

  • 12 простуда

    [πραστούντα] ουσ θ κρυολόγημα

    Русско-эллинский словарь > простуда

  • 13 беречь

    -регу, -режешь, регут, παρλθ. χρ. -рег, -регла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. διαφυλάσσω, διαφυλάγω, φυλάγω, διατηρώ•

    -гите мир! διαφυλάξτε την ειρήνη!•

    беречь свято φυλάγω σάν τήν Παναγία, σαν τα ιερά.

    2. οικονομώ, φείδομαι, υπολογίζω, τσιγκουνεύομαι• λυπούμαι•

    он -ег каждую копейку αυτός λογάριαζε ακόμα και το καπίκι.

    3. κρατώ, φυλάγω αυστηρά, με εχεμύθεια•

    беречь тайну κρατώ (θάβω) το μυστικό•

    беречь как зенипу ока φυλάγω σαν την κόρη του οφθαλμού.

    προφυλάγομαι, προσέχω, παίρνω τα μέτρα μου•

    беречь простуды φυλάγομαι από κρυολόγημα•

    -гись! -гитесь! φυλάξου! φυλαχτείτε !

    Большой русско-греческий словарь > беречь

  • 14 лёгкий

    επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.
    1. ελαφρός•

    лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•

    лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.

    || εύπεπτος•

    -ая пища ελαφρά τροφή.

    2. άνετος, ελεύθερος•

    -ая походка ελαφρό βάδισμα.

    3. εύκολος•

    лёгкий урок εύκολο μάθημα•

    -ая работа εύκολη δουλειά•

    -ие роды εύκολη γέννα.

    4. αδύνατος, ασήμαντος•

    лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•

    лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•

    лёгкий туман αραιά ομίχλη.

    || λεπτός•

    -ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.

    || μικρής έντασης, αδύνατος•

    -сон ελαφρός ύπνος.

    || μη δραστικός•

    -ое вино ελαφρό κρασί•

    лёгкий табак ελαφρός καπνός.

    || ακίνδυνος, μη σοβαρός•

    -ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.

    5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.
    6. βολικός, καλόβουλος•

    лёгкий человек βολικός άνθρωπος.

    7. μικρός, ευκίνητος•

    -ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•

    -ая кавалерия ελαφρό ιππικό.

    εκφρ.
    -ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•
    с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•
    - ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•
    лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•
    лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•
    -ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•
    с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•
    с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•
    женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής).

    Большой русско-греческий словарь > лёгкий

  • 15 лихорадка

    θ.
    1. μεγάλος πυρετός με ρίγος.
    2. ξεθύμασμα, εξάνθημα (συνήθως στα χείλη από κρυολόγημα).
    3. μεγάλη δραστηριότητα. || εξαιρετική κίνηση, • μεγάλη κυκλοφορία.

    Большой русско-греческий словарь > лихорадка

  • 16 подцепить

    -цеплю, -цепишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подцепленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αγκιστρώνω, γαντζώνω, σκαλώνω συμπληρωματικά ή αποκάτω ή από πίσω.
    2. καρφιτσώνω. || πιάνω, αρπάζω.
    3. μτφ. παίρνω, κολλώ•

    подцепить простуду αρπάζω κρυολόγημα.

    || κλέβω, βουτώ, υποκλέπτω.
    αγκιστρώνομαι, γαντζώνομαι, σκαλώνω από κάτω ή από πίσω.

    Большой русско-греческий словарь > подцепить

  • 17 причина

    θ.
    αιτία αίτιο λόγος• το γιατί•

    простуда была -ой его болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστειας του•

    причина войны αιτία πολέμου•

    расследовать -у пожара ερευνώ την αιτία της τίυρκαγιάς•

    смеяться без -ы γελώ χωρίς να υπάρχει λόγος•

    причина всех -ин η αρχική αιτία, γενεσιουργή αιτία, το αρχικό αίτιο•

    по какой -е вы это сделали για ποιο λόγο το κάνατε αυτό•

    по той -е, что... για το λόγο ότι•

    скажи мне по какой -е πες μου το γιατί•

    неосновательная причина αβάσιμη αιτία•

    по той или иной -е για τον άλφα ή βήτα λόγο•

    уважительная причина σοβαρός λόγος•

    без -ы αναίτια•

    по -е παλ. ένεκα τούτου.

    Большой русско-греческий словарь > причина

  • 18 простудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. простуженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κρυολογώ•

    простудить горло κρυολογώ το λαιμό•

    детей κρυολογώ τα παιδιά.

    2. ψύχω λίγο, αφήνω να κρυώσει λίγο, να ξεπέσει•

    -ди чай, а потом и пей άφησε να ξεπέσει το τσάι και μετά πιες.

    κρυολογώ, αρρωσταίνω από κρυολόγημα.

    Большой русско-греческий словарь > простудить

  • 19 прохватить

    ρ.σ.μ.
    1. περονιάζω, διαπερνώ (για ψύχος). || με φυσά ρεύμα• κρυολογώ, αρπάζω κρυολόγημα. || κυριεύω, καταλαβαίνω, πιάνω•

    меня -ла дрожь με έπιασε τρεμούλα.

    2. τραυματίζω, πληγώνω βαθιά.
    3. μτφ. (απλ.)• κριτικάρω αυστηρά, τσούζω.

    Большой русско-греческий словарь > прохватить

  • 20 явить

    явлю, явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. явленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) εμφανίζω, δείχνω, αποκαλύπτω•

    он -ил собой пример беспристрастия αυτός έδειξε παράδειγμα αμεροληψίας.

    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι, προσέρχομαι•

    он не -лся в суд αυτός δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο•

    вовремя явить на заседание έρχομαι έγκαιρα στη συνεδρίαση•

    явить в назначенный час παρουσιάζομαι στην καθορισμένη ώρα.

    2. γεννιέμαι, βλέπω το φως της μέρας, έρχομαι στον κόσμο.
    3. γίνομαι αιτία•

    простуда -лась причиной болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστιας.

    || είμαι, υπάρχω. || μτφ. εμφανίζομαι, έρχομαι•

    у меня -лась мысль μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•

    -лись сомнения άρχισαν οι αμφιβολίες•

    ей -лась радость της ήρθε χαρά. (αυτή χάρηκε)•

    -лась возможность παρουσιάστηκε η δυνατότητα.

    Большой русско-греческий словарь > явить

См. также в других словарях:

  • κρυολόγημα — Ελαφρά λοιμώδης ασθένεια που προσβάλλει τη μύτη, τον λαιμό και τα ιγμόρεια. Υπάρχουν σχεδόν διακόσιοι διαφορετικοί ιοί που μπορούν να προκαλέσουν την ασθένεια. Τα ακριβή συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν από ιό σε ιό, αλλά ένα τυπικό κ. εκδηλώνεται… …   Dictionary of Greek

  • κρυολόγημα — το, ατος ψύξη του σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυολογώ — έω και άω 1. παθαίνω κρυολόγημα («βγήκα λουσμένη έξω και κρυολόγησα») 2. προξενώ κρυολόγημα («μέ κρυολόγησε το ανοιχτό παράθυρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + λογώ (< λόγος < λέγω), πρβλ. θρηνο λογώ, παντρο λογώ] …   Dictionary of Greek

  • πούντα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Πάρου, του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου. * * * και πόντα και μπούντα, η, Ν 1. βαρύ πνευμονικό κρυολόγημα 2. άκρο ακρωτηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. punta «άκρη, κρυολόγημα,… …   Dictionary of Greek

  • Atemwegsinfekt — Erkältung und grippaler Infekt sind alltagssprachliche, medizinisch nicht scharf definierte Bezeichnungen für eine akute Infektionskrankheit der Schleimhaut von Nase (einschließlich der Nebenhöhlen), Hals oder/und Bronchien. Die Infektion wird in …   Deutsch Wikipedia

  • Erkältung — Klassifikation nach ICD 10 J00 J06 Akute Infektionen der oberen Atemwege …   Deutsch Wikipedia

  • Erkältungen — Erkältung und grippaler Infekt sind alltagssprachliche, medizinisch nicht scharf definierte Bezeichnungen für eine akute Infektionskrankheit der Schleimhaut von Nase (einschließlich der Nebenhöhlen), Hals oder/und Bronchien. Die Infektion wird in …   Deutsch Wikipedia

  • Grippaler Infekt — Erkältung und grippaler Infekt sind alltagssprachliche, medizinisch nicht scharf definierte Bezeichnungen für eine akute Infektionskrankheit der Schleimhaut von Nase (einschließlich der Nebenhöhlen), Hals oder/und Bronchien. Die Infektion wird in …   Deutsch Wikipedia

  • Halskatharr — Erkältung und grippaler Infekt sind alltagssprachliche, medizinisch nicht scharf definierte Bezeichnungen für eine akute Infektionskrankheit der Schleimhaut von Nase (einschließlich der Nebenhöhlen), Hals oder/und Bronchien. Die Infektion wird in …   Deutsch Wikipedia

  • Halskatharrh — Erkältung und grippaler Infekt sind alltagssprachliche, medizinisch nicht scharf definierte Bezeichnungen für eine akute Infektionskrankheit der Schleimhaut von Nase (einschließlich der Nebenhöhlen), Hals oder/und Bronchien. Die Infektion wird in …   Deutsch Wikipedia

  • Sommergrippe — Erkältung und grippaler Infekt sind alltagssprachliche, medizinisch nicht scharf definierte Bezeichnungen für eine akute Infektionskrankheit der Schleimhaut von Nase (einschließlich der Nebenhöhlen), Hals oder/und Bronchien. Die Infektion wird in …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»